ρεζίλι

ρεζίλι
ρεζίλίκι τό посмешище (о чём-л.); позор, позорище (разг );

κά(μ)νω ρεζίλι — осмеивать; — позорить;

γίνομαι ρεζίλι — выставить себя на посмешище; — опозориться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρεζίλι" в других словарях:

  • ρεζίλι — ρεζίλι, το και ρεζιλίκι, το ιού(λ. αραβ.), γελοιοποίηση: Την έκανε ρεζίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεζίλι — το, Ν 1. γελοιοποίηση, εξευτελισμός 2. φρ. α) «τόν έκανα ρεζίλι» τον γελοιοποίησα β) «γίναμε ρεζίλι» γελοιοποιηθήκαμε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil] …   Dictionary of Greek

  • ρεζίλης — ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι] αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος …   Dictionary of Greek

  • ρεζιλεύω — Ν [ρεζίλι] 1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τόν καταντροπιάζω 2. διαπομπεύω …   Dictionary of Greek

  • γάνα — η 1. η πρασινωπή σκουριά στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. το άσπρο επίχρισμα της γλώσσας από αρρώστια ή δίψα. 3. η μουντζούρα: Γέμισε γάνες καθώς έβγαζε το τσουκάλι από τη φωτιά. 4. το ντρόπιασμα, το ρεζίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαδάρα — μαδάρα, η και μαντάρα, η 1. τόπος χωρίς δέντρα κατάλληλος για βοσκή. 2. φρ., «Τα κανε μαντάρα», προκάλεσε μεγάλη καταστροφή, τα έκανε άνω κάτω· «Μαντάρα μας έκανες», μας έκανες ρεζίλι, μας εξευτέλισες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιαρπάζω — περιάρπαξα, περιαρπάχτηκα, περιαρπαγμένος 1. πιάνω κάτι από παντού, πιάνω κάτι δυνατά. 2. αρπάζω, πιάνω σφιχτά. 3. μαλώνω, βρίζω κάποιον: Τον περιάρπαξε και τον έκανε ρεζίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»